λειριοειδής

λειριοειδής
-ές (Α λειριοειδής, -ές) [λείριον]
αυτός που μοιάζει με κρίνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”